- παπί
- το1. η νεαρή πάπια.2. μτφ., καταβρεγμένος, μούσκεμα: Μ' έπιασε η βροχή στο δρόμο κι έγινα παπί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παπί — το 1. μικρής ηλικίας πάπια, νεογνό πάπιας, παπάκι 2. φρ. «γίνομαι παπί» καταβρέχομαι, γίνομαι μούσκεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *παππ ίον υποκορ. τού πάππος* «είδος πουλιού»] … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
παπάκι — το [παπί] 1. μικρό παπί, ο νεοσσός τής πάπιας 2. τύπος μικρού δίτροχου οχήματος … Dictionary of Greek
PARION — urbs in ora Hellesponti, a Milesiis, annô 2. Olymp. 19. exstructa, vel potius instaurata. Urbs enim κληθεῖσα ἀπὸ Παρίου τοῦ Ι᾿ασίωνος, dicta a Pario Iasonis filio, Steph. qui eam condidit, Ammian. Nummus exstat argenteus IIAPI h. e. ΠΑΠΙ h. e.… … Hofmann J. Lexicon universale
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek